Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια (απόσπασμα)

Τέλος, όταν ύστερ' απ' τον έρωτα,
ξανασμίγαν, μέναν για ώρα αμίλητοι, ακούγοντας μακριά την
πόλη να βουίζει ακαθόριστα, σα να κουρντίζαν τα
όργανά τους
χιλιάδες τυφλοί. Για ποιά παράσταση άραγε! Μια πόλη
ανάμεσα στις χιλιάδες πόλεις της γης, με τα σπίτια, τους
δρόμους, τα μνημεία της
με τους πλανόδιους οργανοπαίχτες, τα νεκροταφεία, τους
τρελλούς της
μ' αυτούς που τρέχουν πίσω απ' το ψωμί, και με τους άλλους
που τρέχουν
πίσω απ' τα όνειρα, μ' εκείνους που σωπαίνουν, εκείνους που
αναβάλλουν, αυτούς που προδίνουν
με τους πελώριους, επιβλητικούς ναούς της και τα μικρά,
απόμερα καπηλιά
σαν ξεχασμένες, θαμπές γωνιές ενός ταπεινού παραδείσου
με τους γυμνούς της, τους ρουφιάνους, τους εγωιστές, τους
συμβολαιογράφους της
με τα δάκρυα και τις μεγάλες αποφάσεις της νύχτας,
με τα χαμόγελα και τους μικροσυμβιβασμούς της μέρας-
μια πόλη καταποντισμένη μες στη σκόνη και τη σύγχυση και
τα φώτα και τα όνειρα.


Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια, Αθήνα:Κέδρος, έκτη έκδοση, 2003.