Το βίντεο ανήκει στον/στην Gladiator23111
Μια μέρα σαν τις άλλες (απόσπασμα)

Το να ξυπνάς ντυμένος στο κρεβάτι, σ' ένα δωμάτιο που το βλέπεις για πρώτη φορά, ειναι, βέβαια, ένας κακός οιωνός για τη μέρα που αρχίζει. Μα να μη θυμασαι καθόλου το πως βρέθηκες μέσα σε τούτο το άγνωστο σπίτι, καταντάει λίγο σαν εφιάλτης. "Μήπως με βρήκαν μεθυσμένο χτες το βράδι και με περιμάζεψαν;" σκέφτηκα. Μου συνέβαινε καμμιά φορά. Το στόμα μου όμως ήτανε περίφημα, χωρίς εκείνη την ξυνή, τραχειά γεύση του χωνεμένου κρασιού. Και το κεφάλι μου ανάλαφρο.

Κοίταξα γύρω το δωμάτιο μήπως μπορέσω να θυμηθώ. Ήταν ευρύχωρο, με ψηλό ταβάνι, τέτοια δωμάτια πρέπει νάχουν κάτι παληά γερασμένα αρχοντικά που βλέπεις καμμιά φορά σε μακρυνά σημεία της πόλης. Μοναδική επίπλωση το κρεβάτι πούμουνα πλαγιασμένος, κι αυτό το παλαιικό, φαρδύ, με μαύρα σιδερένια κάγκελλα, και σε μια εσοχή του τοίχου ένας θαμπός νιπτήρας σαν εκείνους στα φτηνά ξενοδοχεία των συνοικιών. Το πιο περίεργο απ' όλα ήταν ένα παράθυρο κοντά στην οροφή. Μα ένα παράθυρο που δεν ήταν δικό μου, θέλω να πω, δεν ήταν της κάμαρας που βρισκόμουνα. Το παράθυρο ανήκε στο διπλανό σπίτι κι οι γρίλλιες του ανοίγαν προς τα μένα. "Τόσο έφτασε, λοιπόν, στο αδιαχώρητο η ανοικοδόμηση της πόλης, συλλογίστηκα, που τα παράθυρα του ενός σπιτιού κοιτάζουν μέσα στο άλλο;" Πίσω απ' τα τζάμια ένας άνθρωπος απροσδιόριστος, έκανε πως τηλεφωνεί, ενώ με την άκρη του ματιού κάρφωνε κάθε κίνησή μου. Ήμουνα έτοιμος να κάνω μια σειρά σκέψεις γύρω από την πολεοδομική και την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, όταν στο βάθος άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας γερασμένος κυρτός άντρας με αραιά, άσπρα μαλλιά κρατώντας ένα δίσκο στο χέρι. Το πρόσωπό του σα να μου φάνηκε γνωστό, χωρίς όμως να μπορώ και με ακρίβεια να το βεβαιώσω.

-Βράδιασε κιόλας, είπε, με κάπως κουρασμένη φωνή, κι ακούμπησε πλάι μου, στο κρεβάτι, το δίσκο με το φλυτζάνι.

Πριν προφτάσω να τον ρωτήσω που βρισκόμουν είχε κιόλας βγει, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. "Μάλλον ξενοδοχείο θάναι, καλά το κατάλαβα" και κοίταξα ξανά το θαμπό νιπτήρα. "Πρέπει όμως νάναι η τελευταία φορά που κάνω αυτή την ανέμελη, τι ανέμελη, την αηδιαστική ζωή, να γυρίζω στα καπηλειά και τα ξενοδοχεία. Στο τέλος - δεν είμαι πια παιδί". Οι υγιεινές τούτες αποφάσεις μου δώσαν κουράγιο κι ένοιωθα αρκετά ευδιάθετος όταν γύρισα να πάρω το φλυτζάνι. Μα το φλυτζάνι ήταν άδειο. Ωραίο κι αυτό! "Μήπως χυθηκε;" Έσκυψα να δω κάτω στο πάτωμα, ούτε στάλα. Είχα ανοίξει κιόλας το στόμα μου να βάλω τις φωνές και να κατσαδιάσω αυτόν το γέρο-βλάκα τον ξενοδόχο, όταν μια σκέψη με καθησύχασε. "Καλύτερα, ποιος ξέρει πόσες ώρες θάχανε ψήσει τον καφέ, κι αν τον είχαν αφήσει έρημο στην κουζίνα και τον είχε μαγαρίσει καμιά γάτα; Δεν αποκλείεται πριν μου τον σερβίρει νάχε βγάλει ωραία-ωραία από μέσα μια κατσαρίδα ή και έναν ολόκληρο ποντικό. Αμ' τους ξέρω αυτούς τους τύπους. Με μια λέξη, είσαι πιο τυχερός όταν οι άλλοι δε σου προσφέρουν τίποτα, πίσω απ' την προσφορά τους, νάσαι βέβαιος, παραμονεύει πάντα κάποιος κίνδυνος.

Το εκκρεμές, Διηγήματα, Αθήνα:Κέδρος, έκτη έκδοση, 2002.
Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας
ΙΙ (απόσπασμα)


Ναι, αγαπημένη
μπορούσα πια και σ' έβρισκα παντού.
Άναβα τώρα τη λάμπα κ' έτρεμα, όπως όταν την άναβα για
σένα


μοίραζα το ψωμί με το διπλανό μου σα να το μοιραζόμαστε
μαζί
και καθώς άπλωνα να σφίξω ένα χέρι, έβρισκα το χέρι σου


και καθώς έσκυβα ν' ακούσω μια φωνή, έβρισκα τη φωνή σου.


Οι άνθρωποι που μας χώριζαν, οι ίδιοι τώρα σε ξανάδιναν
σε μένα.


Και σ' έβρισκα μέσα στη σιωπή, σ' ένα άστρο, στην
απόφασή μας


σ' αυτό το ξεφτισμένο ημερολόγιο που μ' άφησε ο διπλανός μου
πριν πεθάνει


σ' ένα παγούρι που το λιγοστό νερό του κελαηδούσε σαν 
το γέλιο σου


σ' έβρισκα στ' αναμένα μας τσιγάρα που φέγγαν στο σκοτάδι
σαν τα δάκρυά σου


σ' έβρισκα στην απελπισιά μας, στην ελπίδα μας, σ' ένα 
μισό κασκόλ


τ' άλλο μισό το φόραφε ένας σύντροφος την ώρα που
ντουφεκιζόταν.


Σ' έχω ξανάβρει όλες τις νύχτες που δεν ήξερα αν θα σε
ξαναδώ.
Κι όταν το βράδι πλάγιαζα στο παγωμένο αντίσκηνο


κι άκουγα τη βροχή


ονειρευόμουνα


και σ' έβρισκα.

Σ' έβρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.





Ποίηση 1950 - 1966, Αθήνα: Κέδρος, 2009, Τόμος Α'.

το βίντεο ανήκει στον/στην epeapteroenta
Ίνα πληρωθή το ρηθέν...(απόσπασμα)


Ήμουν τόσο λυπημένος,
που οι άγγελοι μου τραγουδούσαν στον ουρανό, άρχιζα
τότε να τραγουδάω κι εγώ
για να μην καταλάβουν οι γείτονες, έτσι απέκτησα τη
φήμη ξένοιαστου ανθρώπου
εξάλλου ο ρόλος μου πάντα ήταν να κρατάω ξύπνιο αυτό
το ηλίθιο φάντασμα
μιας παλιάς ευτυχίας, και καμιά φορά η μητέρα με ρωτούσε
δακρυσμένη "γιατί σ' αρέσει να ταπεινώνεσαι;"
"θέλω να καταλάβω, μητέρα".

Και κάθε τόσο απ' το μεγάλο ρολόι του τοίχου
ακούγονταν οι θλιβεροί ήχοι των επιζώντων
στο ίδιο σπίτι μέναμε πολλοί:
ο γέρος με το φλάουτο
ένας τρελός χωρίς ηλικία
ένα φάντασμα απ' την Οδησσό
εγώ με τα χειρόγραφά μου εγκαταλελειμμένα στον
ουρανό -
τ' απογεύματα κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάζω
ν' ανάβουν ένα ένα τ' άστρα
έτσι έμαθα την πικρή μοίρα των θνητών.

Μεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν
πραγματοποιηθήκατε ποτέ
όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος
στη ματαιότητα, ενώ η μητέρα
κλειδωνόταν στην κάμαρα κι έκλαιγε σιωπηλά -
νευρασθένεια, έλεγαν οι γιατροί, όμως εγώ ήξερα ότι
είχαν περάσει τα χρόνια
κι έπρεπε τώρα να κλάψει και για εκείνα που δεν έγιναν ποτέ
κι ίσως αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας.

Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, Αθήνα: Κέδρος, 18η έκδοση, 2009.
Οι κινήσεις των άστρων (απόσπασμα)


Ώσπου τελικά η ζωή μας γίνεται τόσο απόμακρη όσο κι
η άλλη ζωή
κι άλλοτε ξεφύλλιζα παλιούς σιδηροδρομικούς οδηγούς
μήπως βρω κάπου να πάω
ω μικρά σιωπηλά ξενοδοχεία, όπου στους διαδρόμους σας
συνάντησα εκείνο το απροσδιόριστο πρόσωπο, "δε με
τρομάζεις, του λέω - σε ξέρω από άλλες, πιο
δύσκολες νύχτες", έτσι τον ξεσκέπασα
και συχνά ναυάγησα για ν' αλλάξω λίγο αναμνήσεις
ή προσπάθησα από μια χίμαιρα να φτιάξω ένα ολόκληρο
πεπρωμένο.
Τώρα αν θυμάμαι κάτι είναι κάποια όνειρα που έκανα
ακουμπισμένος στον ωκεανό ή κάποιες ταπεινώσεις
που τέλειωσαν με τα πιο υπέροχα δάκρυα και συχνά
έκλεισα τα μάτια για να περάσω ένα δρόμο -
έτσι σώθηκα.

Κι όταν κάποτε χτύπησαν την πόρτα εγώ έλειπα, όπως
πάντα τις πιο ωραίες στιγμές μου. "Όχι, δε μένει
κανείς εδώ" είπα.
Κι ήταν η μόνη αλήθεια που έλεγα.


Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, Αθήνα:Κέδρος, 18η έκδοση, 2009
Εικόνα: deviantART
Διαπιστώσεις

Οι ονειροπόλοι στέκονται πάντα στην άκρη γιατί
μόνον από κει θα περάσει
οι φτωχοί που τους ελεούν προσφέρουν μεγαλόψυχα τον
εαυτό τους
οι λέξεις μεγαλώνουν μέσα σε βράδια λησμονιάς
γυναίκες σιδερώνουν τα ξένα ασπρόρουχα κι ύστερα
πηγαίνουν στην πόρτα και κλαίνε
κι αυτός που κάνει έναν μεγάλο κύκλο πριν πάει στο
σπίτι του, γιατί δε θέλει ακόμα να το παραδε-
χτεί - όχι, μη με ρωτάς, τίποτα δε θα επανορθωθεί
παιδιά έρημα που φεύγουν αθόρυβα απ' την παιδική
ηλικία
ανέμελα πουλιά που βρίσκονται έναν ολόκληρο χρόνο
σε άδεια
τ' αγάλματα έχουν κι αυτά τις μελαγχολικές τους
ώρες
ποιήματα - κλειδιά για την τρέλα ή τον ουρανό
η φήμη - αυτό το σφαγείο
ονειρεύομαι ένα νοσοκομείο για τ' άρρωστα παραμύθια,
κύκνους μες στα καπέλα των καταδίκων, δάφνες
για νικημένους
εμείς οι ξεχασμένοι που μας αρκεί ένα χαμόγελο για
να περάσουμε τα σύνορα του κόσμου.
Αντίο, αντίο...Τίποτα δε θα επανορθωθεί...


Ο τυφλός με το λύχνο(Διανυκτέρευση), Αθήνα:Κέδρος, πέμπτη έκδοση, 1998.
Εικόνα: ~BecomingRain, Journey of the Poet, devianART
Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια (απόσπασμα)

Τέλος, όταν ύστερ' απ' τον έρωτα,
ξανασμίγαν, μέναν για ώρα αμίλητοι, ακούγοντας μακριά την
πόλη να βουίζει ακαθόριστα, σα να κουρντίζαν τα
όργανά τους
χιλιάδες τυφλοί. Για ποιά παράσταση άραγε! Μια πόλη
ανάμεσα στις χιλιάδες πόλεις της γης, με τα σπίτια, τους
δρόμους, τα μνημεία της
με τους πλανόδιους οργανοπαίχτες, τα νεκροταφεία, τους
τρελλούς της
μ' αυτούς που τρέχουν πίσω απ' το ψωμί, και με τους άλλους
που τρέχουν
πίσω απ' τα όνειρα, μ' εκείνους που σωπαίνουν, εκείνους που
αναβάλλουν, αυτούς που προδίνουν
με τους πελώριους, επιβλητικούς ναούς της και τα μικρά,
απόμερα καπηλιά
σαν ξεχασμένες, θαμπές γωνιές ενός ταπεινού παραδείσου
με τους γυμνούς της, τους ρουφιάνους, τους εγωιστές, τους
συμβολαιογράφους της
με τα δάκρυα και τις μεγάλες αποφάσεις της νύχτας,
με τα χαμόγελα και τους μικροσυμβιβασμούς της μέρας-
μια πόλη καταποντισμένη μες στη σκόνη και τη σύγχυση και
τα φώτα και τα όνειρα.


Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια, Αθήνα:Κέδρος, έκτη έκδοση, 2003.


(και τα δύο βίντεο ανήκουν στην Kirkh70)


Εις μνήμην

Κάποτε θα πάρουμε ένα γράμμα, θα 'ναι από
μιαν άλλη εποχή, θα το ακουμπήσουμε στο τραπέζι α-
μήχανοι, θα σκεφτούμε πόσο είμαστε ακόμα ξένοι, οι
λέξεις θα 'χουν γίνει φαντάσματα, στο δρόμο θα βρί-
σκεις καμιά φορά ένα επισκεπτήριο αλλά δε θα 'χουμε
μνήμη, τα καφενεία άδεια σαν τοπία του υπερπέραν -
και μόνον εγώ, τότε, ο τρελός θα σηκωθώ και θα φω-
νάξω: "σύντροφοι", σαν ν' απαντάω στην ατέλειωτη
αυτή σιωπή...
Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο - με τα
μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις.


Ο τυφλός με τον λύχνο, Αθήνα: Κέδρος, πέμπτη έκδοση, 1998.


Εικόνα: August Macke, Tuerkisches Café II, 1914